φρυδάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φρυδάτος | η | φρυδάτη | το | φρυδάτο |
γενική | του | φρυδάτου | της | φρυδάτης | του | φρυδάτου |
αιτιατική | τον | φρυδάτο | τη | φρυδάτη | το | φρυδάτο |
κλητική | φρυδάτε | φρυδάτη | φρυδάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φρυδάτοι | οι | φρυδάτες | τα | φρυδάτα |
γενική | των | φρυδάτων | των | φρυδάτων | των | φρυδάτων |
αιτιατική | τους | φρυδάτους | τις | φρυδάτες | τα | φρυδάτα |
κλητική | φρυδάτοι | φρυδάτες | φρυδάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φρυδάτος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φρύδι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φρυδάτος
|