φταρνίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φταρνίζομαι < ελληνιστική κοινή πτέρνομαι < αρχαία ελληνική πτάρνῠμαι < πταίρω

Ρήμα[επεξεργασία]

φταρνίζομαι

  • παρουσιάζω απότομη, βίαιη και ηχηρή εκβολή αέρα, από αντανακλαστική αντίδραση του ανώτερου αναπνευστικού σε κάποιο ερέθισμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]