φταρνίζομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φταρνίζομαι < μεσαιωνική ελληνική πταρνίζομαι[1] / πταρνικίζομαι[1] < ελληνιστική κοινή πτέρνομαι[2] [3] < αρχαία ελληνική πτάρνῠμαι[2] [3] < πταίρω
Ρήμα
[επεξεργασία]φταρνίζομαι
- παρουσιάζω απότομη, βίαιη και ηχηρή εκβολή αέρα, από αντανακλαστική αντίδραση του ανώτερου αναπνευστικού σε κάποιο ερέθισμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φταρνίζομαι | φταρνιζόμουν(α) | θα φταρνίζομαι | να φταρνίζομαι | ||
β' ενικ. | φταρνίζεσαι | φταρνιζόσουν(α) | θα φταρνίζεσαι | να φταρνίζεσαι | (φταρνίζου) | |
γ' ενικ. | φταρνίζεται | φταρνιζόταν(ε) | θα φταρνίζεται | να φταρνίζεται | ||
α' πληθ. | φταρνιζόμαστε | φταρνιζόμαστε φταρνιζόμασταν |
θα φταρνιζόμαστε | να φταρνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | φταρνίζεστε | φταρνιζόσαστε φταρνιζόσασταν |
θα φταρνίζεστε | να φταρνίζεστε | (φταρνίζεστε) | |
γ' πληθ. | φταρνίζονται | φταρνίζονταν φταρνιζόντουσαν |
θα φταρνίζονται | να φταρνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φταρνίστηκα | θα φταρνιστώ | να φταρνιστώ | φταρνιστεί | ||
β' ενικ. | φταρνίστηκες | θα φταρνιστείς | να φταρνιστείς | φταρνίσου | ||
γ' ενικ. | φταρνίστηκε | θα φταρνιστεί | να φταρνιστεί | |||
α' πληθ. | φταρνιστήκαμε | θα φταρνιστούμε | να φταρνιστούμε | |||
β' πληθ. | φταρνιστήκατε | θα φταρνιστείτε | να φταρνιστείτε | φταρνιστείτε | ||
γ' πληθ. | φταρνίστηκαν φταρνιστήκαν(ε) |
θα φταρνιστούν(ε) | να φταρνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φταρνιστεί | είχα φταρνιστεί | θα έχω φταρνιστεί | να έχω φταρνιστεί | φταρνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φταρνιστεί | είχες φταρνιστεί | θα έχεις φταρνιστεί | να έχεις φταρνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φταρνιστεί | είχε φταρνιστεί | θα έχει φταρνιστεί | να έχει φταρνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φταρνιστεί | είχαμε φταρνιστεί | θα έχουμε φταρνιστεί | να έχουμε φταρνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φταρνιστεί | είχατε φταρνιστεί | θα έχετε φταρνιστεί | να έχετε φταρνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φταρνιστεί | είχαν φταρνιστεί | θα έχουν φταρνιστεί | να έχουν φταρνιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- 1 2 πταρνικίζομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- 1 2 φταρνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- 1 2 φταρνίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)