φταρνίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φταρνίζομαι < ελληνιστική κοινή πτέρνομαι < αρχαία ελληνική πτάρνῠμαι < πταίρω
Ρήμα[επεξεργασία]
φταρνίζομαι
- παρουσιάζω απότομη, βίαιη και ηχηρή εκβολή αέρα, από αντανακλαστική αντίδραση του ανώτερου αναπνευστικού σε κάποιο ερέθισμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φταρνίζομαι | φταρνιζόμουν(α) | θα φταρνίζομαι | να φταρνίζομαι | ||
β' ενικ. | φταρνίζεσαι | φταρνιζόσουν(α) | θα φταρνίζεσαι | να φταρνίζεσαι | (φταρνίζου) | |
γ' ενικ. | φταρνίζεται | φταρνιζόταν(ε) | θα φταρνίζεται | να φταρνίζεται | ||
α' πληθ. | φταρνιζόμαστε | φταρνιζόμαστε φταρνιζόμασταν |
θα φταρνιζόμαστε | να φταρνιζόμαστε | ||
β' πληθ. | φταρνίζεστε | φταρνιζόσαστε φταρνιζόσασταν |
θα φταρνίζεστε | να φταρνίζεστε | (φταρνίζεστε) | |
γ' πληθ. | φταρνίζονται | φταρνίζονταν φταρνιζόντουσαν |
θα φταρνίζονται | να φταρνίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φταρνίστηκα | θα φταρνιστώ | να φταρνιστώ | φταρνιστεί | ||
β' ενικ. | φταρνίστηκες | θα φταρνιστείς | να φταρνιστείς | φταρνίσου | ||
γ' ενικ. | φταρνίστηκε | θα φταρνιστεί | να φταρνιστεί | |||
α' πληθ. | φταρνιστήκαμε | θα φταρνιστούμε | να φταρνιστούμε | |||
β' πληθ. | φταρνιστήκατε | θα φταρνιστείτε | να φταρνιστείτε | φταρνιστείτε | ||
γ' πληθ. | φταρνίστηκαν φταρνιστήκαν(ε) |
θα φταρνιστούν(ε) | να φταρνιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φταρνιστεί | είχα φταρνιστεί | θα έχω φταρνιστεί | να έχω φταρνιστεί | φταρνισμένος | |
β' ενικ. | έχεις φταρνιστεί | είχες φταρνιστεί | θα έχεις φταρνιστεί | να έχεις φταρνιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει φταρνιστεί | είχε φταρνιστεί | θα έχει φταρνιστεί | να έχει φταρνιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φταρνιστεί | είχαμε φταρνιστεί | θα έχουμε φταρνιστεί | να έχουμε φταρνιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε φταρνιστεί | είχατε φταρνιστεί | θα έχετε φταρνιστεί | να έχετε φταρνιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φταρνιστεί | είχαν φταρνιστεί | θα έχουν φταρνιστεί | να έχουν φταρνιστεί |