φτεροκόπημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτεροκόπημα τα φτεροκοπήματα
      γενική του φτεροκοπήματος των φτεροκοπημάτων
    αιτιατική το φτεροκόπημα τα φτεροκοπήματα
     κλητική φτεροκόπημα φτεροκοπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτεροκόπημα < φτεροκοπώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτεροκόπημα ουδέτερο

  • η γοργή κίνηση των φτερών του πουλιού, το χτύπημα του αέρα με τα φτερά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]