φτερωτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτερωτή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτερωτή θηλυκό

  • τμήμα ή εξάρτημα διαφόρων μηχανών με αρκετά φτερά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φτερωτή

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]