φτηναίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτηναίνω < φτηνός + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

φτηναίνω

  1. γίνομαι πιο φτηνός
     αντώνυμα: ακριβαίνω
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι πιο φτηνό, ρίχνω την τιμή του
     αντώνυμα: ακριβαίνω
  3. (μεταφορικά) υποβαθμίζω την ποιότητα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]