φτηνοδουλειά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτηνοδουλειά οι φτηνοδουλειές
      γενική της φτηνοδουλειάς των φτηνοδουλειών
    αιτιατική τη φτηνοδουλειά τις φτηνοδουλειές
     κλητική φτηνοδουλειά φτηνοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτηνοδουλειά < φτηνός + -ο- + δουλειά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτηνοδουλειά θηλυκό

  1. εργασία που δεν κοστίζει πολύ
  2. εργασία που το αποτέλεσμά της είναι κατώτερο των προσδοκιών και αμφίβολης ποιότητας
     συνώνυμα: ψευτοδουλειά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]