φτιασιδώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτιασιδώνομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φτιασιδώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
φτιασιδώνομαι
- μακιγιάρομαι
- χρησιμοποιώ διάφορα φτιασίδια επάνω μου ή τα βάζει άλλος σε εμένα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτιασιδώνομαι
|