φτιαστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτιαστός η φτιαστή το φτιαστό
      γενική του φτιαστού της φτιαστής του φτιαστού
    αιτιατική τον φτιαστό τη φτιαστή το φτιαστό
     κλητική φτιαστέ φτιαστή φτιαστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτιαστοί οι φτιαστές τα φτιαστά
      γενική των φτιαστών των φτιαστών των φτιαστών
    αιτιατική τους φτιαστούς τις φτιαστές τα φτιαστά
     κλητική φτιαστοί φτιαστές φτιαστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτιαστός < φτιάνω ή φτιαχτός

Επίθετο[επεξεργασία]

φτιαστός

  1. τεχνητός,
  2. προσποιητός, στημένος επίτηδες για να πραπλανήσει, κατασκευασμένος, ψεύτικος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]