φτυστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φτυστός | η | φτυστή | το | φτυστό |
γενική | του | φτυστού | της | φτυστής | του | φτυστού |
αιτιατική | τον | φτυστό | τη | φτυστή | το | φτυστό |
κλητική | φτυστέ | φτυστή | φτυστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φτυστοί | οι | φτυστές | τα | φτυστά |
γενική | των | φτυστών | των | φτυστών | των | φτυστών |
αιτιατική | τους | φτυστούς | τις | φτυστές | τα | φτυστά |
κλητική | φτυστοί | φτυστές | φτυστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φτυστός -ή -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη φτύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτυστός