Μετάβαση στο περιεχόμενο

φτωχικά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

φτωχικά < φτωχικ(ός) +

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fto.çiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχικά

Επίρρημα

[επεξεργασία]

φτωχικά

  • με φτωχικό τρόπο, χωρίς πλούτη και πολυτέλεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φτωχικά



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

φτωχικά < φτωχικ(ός) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

φτωχικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φτωχικά