φτωχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχικός < φτωχός
Επίθετο[επεξεργασία]
φτωχικός, -ή, -ό
- που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε φτωχό
- φτωχική ζωή
- φτωχικό σπίτι