Μετάβαση στο περιεχόμενο

φτωχοδιάβολος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φτωχοδιάβολος οι φτωχοδιάβολοι
      γενική του φτωχοδιάβολου των φτωχοδιαβόλων
    αιτιατική τον φτωχοδιάβολο τους φτωχοδιάβολους
     κλητική φτωχοδιάβολε φτωχοδιάβολοι
Κατηγορία όπως «χοντράνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτωχοδιάβολος < φτωχο- + διάβολος <  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fto.xoˈðʝa.vo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχοδιάβολος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φτωχοδιάβολος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]