φτωχολογιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτωχολογιά οι φτωχολογιές
      γενική της φτωχολογιάς των φτωχολογιών
    αιτιατική τη φτωχολογιά τις φτωχολογιές
     κλητική φτωχολογιά φτωχολογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτωχολογιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτωχολογία με συνίζηση του /ia/. Μορφολογικά, φτωχο- + -λογιά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fto.xo.loˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτω‐χο‐λο‐γιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτωχολογιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]