φτωχολόι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτωχολόι | τα | φτωχολόγια |
γενική | του | φτωχολογιού | των | φτωχολογιών |
αιτιατική | το | φτωχολόι | τα | φτωχολόγια |
κλητική | φτωχολόι | φτωχολόγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχολόι < φτωχο- + -λόι. Δείτε και φτωχολογιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτωχολόι ουδέτερο
- (μειωτικό) μάζα φτωχών ανθρώπων
- ※ Η διαφορά τους δεν είναι θρησκευτική ή πολιτιστική αλλά ταξική, το φτωχολόι και το αρχοντολόι, κόσμοι χωριστοί. Όλες οι διαφορές, η εθνική, η πολιτιστική, η θρησκευτική, η γλωσσική μπορούν να γεφυρωθούν, η ταξική ποτέ (Νέα Εστία, τεύχος 1751, Ι. Δ. Κολλάρος και Σια, 2002, σελ. 935 [1])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φτωχολογιά (θηλυκό)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτωχολόι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τσάι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φτωχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)