φτωχοπρόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχοπρόδρομος < Πτωχοπρόδρομος < πτωχός + Πρόδρομος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτωχοπρόδρομος αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτωχοπρόδρομος
|