φτωχόπαιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχόπαιδο τα φτωχόπαιδα
      γενική του φτωχόπαιδου των φτωχόπαιδων
    αιτιατική το φτωχόπαιδο τα φτωχόπαιδα
     κλητική φτωχόπαιδο φτωχόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτωχόπαιδο < φτωχ(ό) + -ο- + -παιδο ή φτώχεια + παιδ(-ί) + ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτωχόπαιδο ουδέτερο

  • το παιδί της φτώχειας, με φτωχούς γονείς, από πτωχή οικογένεια
    Ο Νίκος Ξανθόπουλος ενσάρκωνε συχνά το ρόλο του φτωχόπαιδου που έγινε τίμιος και ταλαίπωρος νέος, ενώ άλλοι έκαναν συστηματικά τους γόητες ή τα πλουσιόπαιδα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]