φτωχός
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | φτωχός | φτωχή | φτωχό |
γενική | φτωχού | φτωχής | φτωχού |
αιτιατική | φτωχό | φτωχή | φτωχό |
κλητική | φτωχέ | φτωχή | φτωχό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | φτωχοί | φτωχές | φτωχά |
γενική | φτωχών | φτωχών | φτωχών |
αιτιατική | φτωχούς | φτωχές | φτωχά |
κλητική | φτωχοί | φτωχές | φτωχά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχός < μεσαιωνική ελληνική φτωχός < αρχαία ελληνική πτωχός
Επίθετο[επεξεργασία]
φτωχός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, που δεν διαθέτει χρήματα ούτε για τα απαραίτητα
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος και δυστυχής ή που υστερεί σημαντικά σε κάποιον τομέα, χωρίς αναγκαστικά να βρισκεται και σε δεινή οικονομική κατάσταση
- τι να σου κάμει κι αυτός, ο φτωχός, αφού από τότε που έχασε τη γυναίκα του τρέχει και δεν φτάνει με τέσσερα παιδιά
- μωρέ λεφτά έχει ένα σωρό -στο μυαλό είναι φτωχός!
- ως χαρακτηρισμός συνώνυμος του ευτελούς σε αντικείμενα ή του "τσιγγούνικου" σε εκδηλώσεις
- φτωχή διοργάνωση, βρε παιδί μου. Μέτριος ο μπουφές, δεν είχαν ούτε καν λίγη ζωντανή μουσική και έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δεν συντόνιζε το παραμικρό
- δεν στέλνεις σε γάμο τόσο φτωχό δώρο