φτωχός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φτωχός < μεσαιωνική ελληνική φτωχός < αρχαία ελληνική πτωχός
Επίθετο[επεξεργασία]
φτωχός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, που δεν διαθέτει χρήματα ούτε για τα απαραίτητα
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος και δυστυχής ή που υστερεί σημαντικά σε κάποιον τομέα, χωρίς αναγκαστικά να βρισκεται και σε δεινή οικονομική κατάσταση
- τι να σου κάμει κι αυτός, ο φτωχός, αφού από τότε που έχασε τη γυναίκα του τρέχει και δεν φτάνει με τέσσερα παιδιά
- μωρέ λεφτά έχει ένα σωρό -στο μυαλό είναι φτωχός!
- ως χαρακτηρισμός συνώνυμος του ευτελούς σε αντικείμενα ή του "τσιγγούνικου" σε εκδηλώσεις
- φτωχή διοργάνωση, βρε παιδί μου. Μέτριος ο μπουφές, δεν είχαν ούτε καν λίγη ζωντανή μουσική και έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δεν συντόνιζε το παραμικρό
- δεν στέλνεις σε γάμο τόσο φτωχό δώρο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όπου φτωχός κι η μοίρα του