φτύσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτύσιμο τα φτυσίματα
      γενική του φτυσίματος των φτυσιμάτων
    αιτιατική το φτύσιμο τα φτυσίματα
     κλητική φτύσιμο φτυσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτύσιμο < φτύνω φτυσ- + -ιμο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈfti.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτύ‐σι‐μο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φτύσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια με την οποία φτύνω· το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής
  2. (μεταφορικά, λαϊκό) η επίδειξη μεγάλης περιφρόνησης προς κάποιον

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  φτύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]