φυγοπονώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυγοπονώ < φυγοπονέω
Ρήμα[επεξεργασία]
φυγοπονώ
- αποφεύγω τον κόπο, τον μόχθο, την κούραση, αποφεύγω υποχρεώσεις και ενέργειες που όφειλα να διεκπεραιώσω