φυγόμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυγόμαχος, η, ο
- εκείνος που συστηματικά αποφεύγει να μάχεται για ιδέες ή άτομα που θεωρείται ότι όφειλε να υποστηρίζει