φυκόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φυκόω ουδέτερο
- κάνω εντριβή ή τρίβω με φύκια (και μακιγιάρω, βάζω κοκκινάδι, με τα κόκκινα φύκια)
- φτιασιδώνομαι