φυλάττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλάττω < φυλάσσω


Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φυλάττω 
Παρατατικός  ἐφύλαττον  
Μέλλοντας  φυλάξω 
Αόριστος  ἐφύλαξα 
Παρακείμενος  πεφύλαχα 
Υπερσυντέλικος  ἐπεφυλάχειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ρήμα[επεξεργασία]

φυλάττω