φυλάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλάω < φυλάγω < αρχαία ελληνική φυλάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
φυλάω και φυλάγω
- φυλάσσω, φρουρώ, προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενη επίθεση
- αναλαμβάνω να αποκρούσω ενδεχόμενη επίθεση κάποιου (και σε ομαδικά αθλήματα)
- ο προπονητής έβαλε δύο παίκτες να φυλάνε τον επικίνδυνο επιθετικό του αντιπάλου
- αποφεύγω απότομες κινήσεις, δεν κινώ ελεύθερα και φυσιολογικά ένα μέλος του σώματος, από φόβο λόγω πρόσφατου τραυματισμού
- στο κρυφτό (παιδικό παιχνίδι), κρατώ κλειστά τα μάτια μου μέχρι να μετρήσω έως ένα αριθμό και να προλάβουν να κρυφτούν οι συμπαίκτες μου
- κρύβω κάτι πολύτιμο (έστω για εμένα) για ώρα ανάγκης ή γενικότερα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φυλάσσω