φυλακεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φυλάκειον

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκειο-
ονομαστική τὸ φυλακεῖον τὰ φυλακεῖ
      γενική τοῦ φυλακείου τῶν φυλακείων
      δοτική τῷ φυλακεί τοῖς φυλακείοις
    αιτιατική τὸ φυλακεῖον τὰ φυλακεῖ
     κλητική ! φυλακεῖον φυλακεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλακείω
γεν-δοτ τοῖν  φυλακείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλακεῖον < φυλάττω + -εῖον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυλακεῖον

  1. το μέρος απ' όπου γινόταν η επιτήρηση, η φύλαξη, το φυλάκιο
  2. (ελληνιστική σημασία) ομάδα τεσσάρων φρουρών ιδίως στη μορφή φυλάκια (πληθυντικός)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]