Μετάβαση στο περιεχόμενο

φυλαχτό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλαχτό τα φυλαχτά
      γενική του φυλαχτού των φυλαχτών
    αιτιατική το φυλαχτό τα φυλαχτά
     κλητική φυλαχτό φυλαχτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυλαχτό < αρχαία ελληνική φυλακτόν < το ουδέτερο του επιθέτου φυλακτός (άξιος να φυλαχτεί)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυλαχτό ουδέτερο

  • αντικείμενο που οι άνθρωποι φέρουν ή διατηρούν σε κάποιο χώρο, πιστεύοντας ότι αυτό τους προστατεύει και τους προφυλάσσει από κινδύνους

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]