Μετάβαση στο περιεχόμενο

φυλλάδιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυλλάδιο τα φυλλάδια
      γενική του φυλλάδιου
& φυλλαδίου
των φυλλάδιων
& φυλλαδίων
    αιτιατική το φυλλάδιο τα φυλλάδια
     κλητική φυλλάδιο φυλλάδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυλλάδιο < φυλλάδιον < υποκοριστικό του φυλλάς + -ιον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική livret)
Προεταοιμασία φυλλαδίων για διανομή.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φυλλάδιο ουδέτερο

  1. ολιγοσέλιδο έντυπο, μπροσούρα
     συνώνυμα: βιβλιαράκι

Συγγενικά

[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]