φυλλάδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυλλάδιο | τα | φυλλάδια |
γενική | του | φυλλαδίου & φυλλάδιου |
των | φυλλαδίων & φυλλάδιων |
αιτιατική | το | φυλλάδιο | τα | φυλλάδια |
κλητική | φυλλάδιο | φυλλάδια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλλάδιο ουδέτερο
- ολιγοσέλιδο έντυπο, μπροσούρα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φύλλο