φυλλοκόπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυλλοκόπτης οι φυλλοκόπτες
      γενική του φυλλοκόπτη των φυλλοκοπτών
    αιτιατική τον φυλλοκόπτη τους φυλλοκόπτες
     κλητική φυλλοκόπτη φυλλοκόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλλοκόπτης < φύλλο + -ο- + κόπτης ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική leaf-cutter)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυλλοκόπτης αρσενικό

  • (εντομολογία) είδος μυρμηγκιού που κόβει φύλλα
    Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο East Anglia αναφέρουν ότι τα μυρμήγκια φυλλοκόπτες μπορούν να σώσουν πολλές ζωές χάρη σε μια αντιβιοτική ουσία που παράγουν. (...) Ο ερευνητής προσέθεσε ότι τα μυρμήγκια φυλλοκόπτες —ονομάζονται έτσι διότι, όπως μαρτυρεί και το όνομά τους, κόβουν φύλλα σε κομμάτια, τα οποία και κουβαλούν με άνεση στη φωλιά τους— ελπίζεται ότι θα προσφέρουν τη νέα γενιά ισχυρών αντιβιοτικών τα οποία θα «κάμπτουν» την αντίσταση των υπερβακτηρίων. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]