φυλλομετρήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
φυλλομετρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυλλομετρώ
- θα φυλλομετρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φυλλομετρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
φυλλομετρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυλλομέτρηση