φυλλοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλλοφόρος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.loˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυλ‐λο‐φό‐ρος
Επίθετο[επεξεργασία]
φυλλοφόρος, -α, -ο
- που έχει φύλλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλλοφόρος
|