φυλογονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυλογονικός η φυλογονική το φυλογονικό
      γενική του φυλογονικού της φυλογονικής του φυλογονικού
    αιτιατική τον φυλογονικό τη φυλογονική το φυλογονικό
     κλητική φυλογονικέ φυλογονική φυλογονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυλογονικοί οι φυλογονικές τα φυλογονικά
      γενική των φυλογονικών των φυλογονικών των φυλογονικών
    αιτιατική τους φυλογονικούς τις φυλογονικές τα φυλογονικά
     κλητική φυλογονικοί φυλογονικές φυλογονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυλογονικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

φυλογονικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]