φυμάτιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυμάτιο τα φυμάτια
      γενική του φυματίου
φυμάτιου
των φυματίων
    αιτιατική το φυμάτιο τα φυμάτια
     κλητική φυμάτιο φυμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυμάτιο < φυμάτιον < φύμα < αρχαία ελληνική φῦμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυμάτιο ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του φύματος, το μικρό φύμα
  2. μικρή μάζα που αναπτύσσεται στους ιστούς όταν προσβάλλονται από το βάκιλο του Κοχ στην ασθένεια της φυματίωσης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]