φυρόμυαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυρόμυαλος < αρχαία ελληνική φύρα
Επίθετο[επεξεργασία]
φυρόμυαλος
- που οι πνευματικές του ικανότητες είτε έχουν αμβλυνθεί λόγω γήρατος είτε εξαρχής ήταν μειωμένες, εκείνος που "χάνει", ο λειψός, ο τρόπον τινά βλάκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυρόμυαλος
|