φυσίζοος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσίζοος < φύσις και μάλλον ζειαί (χοντρό σιτάρι) ίσως και ζοός (ζωντανός)

Επίθετο[επεξεργασία]

φυσίζοος, ος, ον

  1. που γεννάει καρπούς, σπόρους
    φυσίζοος γῆ
  2. που παράγει ζωή, που την συντηρεί
    φυσίζοον ὕδωρ, φυσίζοος ἀήρ