φυσίζοος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσίζοος, ος, ον
- που γεννάει καρπούς, σπόρους
- φυσίζοος γῆ
- που παράγει ζωή, που την συντηρεί
- φυσίζοον ὕδωρ, φυσίζοος ἀήρ