φυσικομαθηματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυσικομαθηματικός η φυσικομαθηματική το φυσικομαθηματικό
      γενική του φυσικομαθηματικού της φυσικομαθηματικής του φυσικομαθηματικού
    αιτιατική τον φυσικομαθηματικό τη φυσικομαθηματική το φυσικομαθηματικό
     κλητική φυσικομαθηματικέ φυσικομαθηματική φυσικομαθηματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυσικομαθηματικοί οι φυσικομαθηματικές τα φυσικομαθηματικά
      γενική των φυσικομαθηματικών των φυσικομαθηματικών των φυσικομαθηματικών
    αιτιατική τους φυσικομαθηματικούς τις φυσικομαθηματικές τα φυσικομαθηματικά
     κλητική φυσικομαθηματικοί φυσικομαθηματικές φυσικομαθηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσικομαθηματικός < φυσικό(ς) + μαθηματικός

Επίθετο[επεξεργασία]

φυσικομαθηματικός


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσικομαθηματικός αρσενικό ή θηλυκό

  1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσική και τα μαθηματικά
  2. καθηγητής που διδάσκει αυτές τις δύο επιστήμες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]