φυσικοπυρηνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσικοπυρηνικός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυσικοπυρηνικός αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας ειδικευμένος στον τομέα της πυρηνικής φυσικής.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσικοπυρηνικός
|