φυσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυσικός | οι | φυσικοί |
γενική | του | φυσικού | των | φυσικών |
αιτιατική | τον | φυσικό | τους | φυσικούς |
κλητική | φυσικέ | φυσικοί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη φύση
- σχετικός με τις επιστήμες που μελετούν τη φύση, ιδιαίτερα τη φυσική
- που προέρχεται από τη φύση
- που δεν παράγεται από τον άνθρωπο αλλά βρίσκεται σε αυτή τη μορφή στη φύση
- (για συγγένεια) βιολογικός, όχι εξ αγχιστείας
- (μαθηματικά) αριθμός του συνόλου των ακεραίων (θετικός ή μη αρνητικός) δηλαδή του συνόλου ή του συνόλου
- (πληροφορική) physical: που δεν είναι εικονικός, που αναφέρεται στο υλικό (hardware)
- ※ Φυσικά, αν χαλάσει σε φυσικό επίπεδο ο δίσκος, όσα διαμερίσματα δίσκου και αν έχουμε δημιουργήσει, θα χαθούν όλα. Γι' αυτό είναι σημαντικό να έχουμε πάντοτε ενημερωμένο backup των αρχείων μας. [1]
- ※ Αν όμως έχετε ένα συμβατικό μαγνητικό δίσκο, το ότι διαγράψατε οριστικά ένα αρχείο δεν σημαίνει πως σβήστηκε σε φυσικό επίπεδο από την επιφάνειά του, και υπό προϋποθέσεις είναι δυνατόν να το επαναφέρετε στο ακέραιο. [2]
- ≠ αντώνυμα: λογικός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- από φυσικού του
- είναι φυσικό
- εκ του φυσικού: όχι από αντίγραφο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- φυσική ιστορία: παλαιότερο μάθημα (για την εξέλιξη των φυτών ή των ζώων) και σημερινός όρος που αναφέρεται κυρίως στην εξέλιξη της φύσης και των ζώων του πλανήτη μας από την αρχή της ύπαρξης της γης μέχρι σήμερα
- φυσική γεωγραφία: η γεωγραφία που ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία της γης και των υδάτων της (σε αντιδιαστολή προς την ανθρωπογεωγραφία, την πολιτική γεωγραφία κ.α. κλάδους)
- φυσικό πρόσωπο: κάθε ανθρώπινο πλάσμα, σε αντιδιαστολή προς το νομικό πρόσωπο
- φυσικός αυτουργός: νομικός όρος για εκείνον που διέπραξε ένα αδίκημα αυτοπροσώπως ή ιδιοχείρως, σε αντιδιαστολή προς τον ηθικό αυτουργό ή τους συνεργούς και τους συνενόχους
- φυσική αγωγή: το μάθημα της γυμναστικής
- φυσική κατάσταση: η φόρμα ενός ατόμου, η κατάσταση του οργανισμού και του σώματός του
- φυσική επιλογή: η διαδικασία με την οποία θεωρείται ότι βελτιώνεται ένα είδος καθώς εκείνη που επιλέγει ποιος θα επιβιώσει είναι η φύση και άρα επιζεί ο πιο ισχυρός ή ο πιο προσαρμοστικός ο οποίος και αναπαράγεται, σε αντίθεση με τον ασθενικό (κατά συνέπεια οι "επιλεγόμενοι" ισχυροί αποκτούν και περισσότερους απογόνους οπότε βελτιώνεται ο μέσος όρος του κάθε είδους)
- φυσικό αέριο: καύσιμο αέριο που βρίσκεται σε κοιτάσματα, συχνά κοντά σε αντίστοιχα κοιτάσματα πετρελαίου
- φυσική συνέπεια: κάτι που είναι λογικά αναμενόμενο σαν αποτέλεσμα ενός αιτίου
- φυσικός θάνατος: από γηρατειά ή κάποια ασθένεια -σε αντιδιαστολή προς τον βίαιο θάνατο, εξαιτίας δυστυχήματος, φυσικής καταστροφής ή εγκλήματος
- φυσικοί πόροι: οι φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές μιας χώρας (ορυκτά κ.λπ.)
- (δίκτυο υπολογιστών) φυσική διεύθυνση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- φυσικό και φυσική
-
φυσικός στη Βικιπαίδεια
-
φυσικός αριθμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσικός αρσενικό ή θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο αδόκιμος όρος φυσικού που χρησιμοποιούν (κυρίως τα παιδιά) για τη γυναίκα καθηγήτρια της φυσικής, με πληθυντικό φυσικούδες.
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αστροφυσικός (βλ. αστροφυσική)
- κβαντοφυσικός (βλ. κβαντική μηχανική, κβαντική θεωρία πεδίου)
- μεταφυσικός (α. μελετητής της λογικής των δυνατών διαφορετικών φυσικών, β. εξωφυσικός φιλόσοφος ή θεολόγος)
- νεοφυσικός (που αποδέχεται και γνωρίζει την φυσική των ημερών μας)
- παλαιοφυσικός (για κάποιον που δεν έχει εμπλακεί σε νέες θεωρίες ή παραμένει προσκολλημένος σε μη ισχύουσες θεωρίες)
- στερεοφυσικός (βλ. φυσική στερεάς κατάστασης)
- σχετικοφυσικός (βλ. αδρανοβαρύτητα, γενικοσχετικότητα)
- τεχνοφυσικός (πειραματικός, τεχνολογικός ή βιομηχανικός φυσικός)
- φυσικομαθηματικός
- φυσικοχημικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηλυκό του επιστήμονα
[επεξεργασία]
- ↑ Πώς Χωρίζω το Σκληρό Δίσκο σε Διαμερίσματα Δίσκου (Partition) , από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-10-15. Προσπέλαση 2020-07-13.
- ↑ Επαναφορά αρχείων: Ο απόλυτος οδηγός για να σώσετε διαγραμμένα αρχεία, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-21. Προσπέλαση 2020-07-15.