φυσιογνωμίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιογνωμίστρια < θηλυκό του φυσιογνωμιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσιογνωμίστρια θηλυκό
- η γυναίκα φυσιογνωμιστής