φυσιογνώστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιογνώστης < φυσιογνωσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυσιογνώστης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και φυσιογνώστρια)
- ο ασχολούμενος και ειδικός στη φυσιογνωσία, που γνωρίζει πολλά κυρίως για τη βοτανική
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιογνώστης