φυσιοκράτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυσιοκράτης οι φυσιοκράτες
      γενική του φυσιοκράτη των φυσιοκρατών
    αιτιατική τον φυσιοκράτη τους φυσιοκράτες
     κλητική φυσιοκράτη φυσιοκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιοκράτης < απόδοση του γαλλικού όρου physiocrate < από τις ελληνικές λέξεις φύσις + κράτος (-κράτης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσιοκράτης αρσενικό ή θηλυκό (γενική: και φυσιοκράτου)

  1. (οικονομία, πολιτική, ιστορία) που είναι οπαδός της οικονομικής και πολιτικής σκέψης της φυσιοκρατίας, που γεννήθηκε στη Γαλλία στα μέσα του 18ου αιώνα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]