φυσιολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φυσιολογικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσιολογικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φυσιολογικά
- κατά τρόπο φυσιολογικό, σύμφωνα με τη φύση, με φυσικότητα
- μερικές γυναίκες, ενώ μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά, προτιμούν την καισαρική τομή
- Το αντιμετώπισε φυσιολογικά, ψύχραιμα, λογικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιολογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φυσιολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φυσιολογικό