φυσιολογικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιολογικά < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου φυσιολογικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

φυσιολογικά

  1. κατά τρόπο φυσιολογικό, σύμφωνα με τη φύση, με φυσικότητα
    μερικές γυναίκες, ενώ μπορούν να γεννήσουν φυσιολογικά, προτιμούν την καισαρική τομή
    Το αντιμετώπισε φυσιολογικά, ψύχραιμα, λογικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

φυσιολογικά