φυσιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιολογικός < αρχαία ελληνική
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσιολογικός, ή, ό
- που ακολουθεί αυτό που συμβαίνει συνήθως στη φύση
- που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού που δεν νοσεί
- η φυσιολογική θερμοκρασία για έναν άνθρωπο είναι γύρω στους 36,5 βαθμούς
- που κατά την υποκειμενική γνώμη του ομιλητή συμφωνεί με τη φύση, ομαλός
- αναμενόμενος, λογικός
- δεν είναι φυσιολογικό που έχει αργήσει τόσο πολύ
- σχετικός με τον ιατρικό κλάδο της φυσιολογίας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που ακολουθεί αυτό που συμβαίνει συνήθως στη φύση
σχετικός με την φυσιολογία