φυσιομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιομετρία οι φυσιομετρίες
      γενική της φυσιομετρίας των φυσιομετριών
    αιτιατική τη φυσιομετρία τις φυσιομετρίες
     κλητική φυσιομετρία φυσιομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσιομετρία < φυσιο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσιομετρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]