φυσώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσώ < αρχαία ελληνική φυσάω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pu- (φυσώ, φουσκώνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
φυσώ
- μτβ. εκπνέω με δύναμη πάνω σε κάτι
- φύσα το φαγητό σου να κρυώσει
- αναπνέω με ένταση
- (για άνεμο) πνέω
- (μεταβατικό) εκπνέω στο στόμιο κάποιου πνευστού μουσικού οργάνου για να παραχθεί ήχος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το φυσάει (το χρήμα) : είναι πολύ πλούσιος
- το φυσάει και δεν κρυώνει : για κάποια ενέργεια για την οποία μετανιώσαμε, αλλά δύσκολα αναστρέφονται οι συνέπειές της
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φυσάω - φυσώ | φυσούσα - φύσαγα | θα φυσάω - φυσώ | να φυσάω - φυσώ | φυσώντας | |
β' ενικ. | φυσάς | φυσούσες - φύσαγες | θα φυσάς | να φυσάς | φύσα - φύσαγε | |
γ' ενικ. | φυσάει - φυσά | φυσούσε - φύσαγε | θα φυσάει - φυσά | να φυσάει - φυσά | ||
α' πληθ. | φυσάμε - φυσούμε | φυσούσαμε - φυσάγαμε | θα φυσάμε - φυσούμε | να φυσάμε - φυσούμε | ||
β' πληθ. | φυσάτε | φυσούσαν - φυσάγατε | θα φυσάτε | να φυσάτε | φυσάτε | |
γ' πληθ. | φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | φυσούσαν(ε) - φύσαγαν - φυσάγανε | θα φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | να φυσάν(ε) - φυσούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φύσησα | θα φυσήσω | να φυσήσω | φυσήσει | ||
β' ενικ. | φύσησες | θα φυσήσεις | να φυσήσεις | φύσησε | ||
γ' ενικ. | φύσησε | θα φυσήσει | να φυσήσει | |||
α' πληθ. | φυσήσαμε | θα φυσήσουμε | να φυσήσουμε | |||
β' πληθ. | φυσήσατε | θα φυσήσετε | να φυσήσετε | φυσήστε | ||
γ' πληθ. | φύσησαν φυσήσαν(ε) |
θα φυσήσουν(ε) | να φυσήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φυσήσει | είχα φυσήσει | θα έχω φυσήσει | να έχω φυσήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φυσήσει | είχες φυσήσει | θα έχεις φυσήσει | να έχεις φυσήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φυσήσει | είχε φυσήσει | θα έχει φυσήσει | να έχει φυσήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φυσήσει | είχαμε φυσήσει | θα έχουμε φυσήσει | να έχουμε φυσήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φυσήσει | είχατε φυσήσει | θα έχετε φυσήσει | να έχετε φυσήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φυσήσει | είχαν φυσήσει | θα έχουν φυσήσει | να έχουν φυσήσει |
|