φυτάλμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτάλμιος < φυτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ὁ, ἡ φυτάλμιος, τό φυτάλμιον (και φυτάλιμος)
- που περιθάλπει, φροντίζει πατρικά, που προσφέρει γενικά σιγουριά
- φυτάλμιοι γέροντες
- φιτάλμια λέκτρα (το συζυγικό κρεβάτι)
- προσωνυμία θεών, όπως του Ποσειδώνα και του Πλούτωνα
- εκ γενετής
- ἀλαῶν ὀμμάτων φυτάλμιος (εκ γενετής τυφλός)