φυτοβένθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοβένθος ουδέτερο
- μια από τις δύο υποδιαιρέσεις του βένθους και συγκεκριμένα εκείνη στην οποία ανήκουν οι φυτικοί υδρόβιοι οργανισμοί (Η δεύτερη υποδιαίρεση είναι το ζωοβένθος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοβένθος