φυτοκοινωνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυτοκοινωνία οι φυτοκοινωνίες
      γενική της φυτοκοινωνίας των φυτοκοινωνιών
    αιτιατική τη φυτοκοινωνία τις φυτοκοινωνίες
     κλητική φυτοκοινωνία φυτοκοινωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυτοκοινωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytocoenosis < ελληνιστική κοινή κοινώσις < αρχαία ελληνική κοινός[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυτοκοινωνία θηλυκό

  • ένας αριθμός φυτών που απαρτίζουν έναν καθορισμένο βιότοπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)