φυτοκομείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φυτοκομείο τα φυτοκομεία
      γενική του φυτοκομείου των φυτοκομείων
    αιτιατική το φυτοκομείο τα φυτοκομεία
     κλητική φυτοκομείο φυτοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυτοκομείο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυτοκομείο ουδέτερο

  • τόπος επιστημονικής καλλιέργειας φυτών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]