φυτοπαθολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοπαθολόγος < φυτοπαθολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοπαθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος στην φυτοπαθολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοπαθολόγος
|