φυτρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φυτρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
φυτρωμένος -η -ο
- που έχει φυτευτεί και έχει φυτρώσει
- που έχει βγάλει φύτρες
- Οι πατάτες σου είναι φυτρωμένες πια, μην τις φας.