φωλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωλάς < φωλεά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωλάς -άδος θηλυκό

  1. που φωλιάζει, που ζει σε φωλιά (π.χ. αράχνες)
  2. που τοποθετείται και μένει σε τροπον τινά "φωλιά" (π.χ. η άγκυρα βαθιά στην άμμο )
    ἀγκύρας φωλάδας
  3. "του σπιτιού", ή "για σπίτι", για σεμνή γυναίκα, σε αντιδιαστολή προς τη γυρίστρω, την μπερμπάντισα
    παρθενικὴ φωλάς
  4. που παραμένει σε νάρκη (για την αρκούδα, που μένει στη φωλιά της σε νάρκη)
  5. ένα πλάσμα ίσως οστρακοειδές που κάνει τρύπες στο βράχο και φωλιάζει εκεί (αυτό ως ουσιαστικό)
  6. κάθε τι διάτρητο όπως βράχια, που θα μπορουσε να γίνει φωλιά ερπετού, αλλά ίσως και γενικά για το διάτρητο κι ας μη χρησιμεύουν ως φωλιά οι τρύπες του